- οξύουρος
- (oxyouris). Γένος νηματωδών ασκελμίνθων σκουληκιών, παράσιτο των θηλαστικών. Το είδος εντερόβιος ο σκωληκοειδής παρασιτεί στο τελικό έντερο του ανθρώπου, κυρίως των παιδιών. Τα αβγά του πέφτουν στο περιβάλλον με τα κόπρανα και μολύνουν το χώμα, τη σκόνη κλπ. Όταν τα αβγά βρεθούν στον πεπτικό σωλήνα μαζί με την τροφή, εκκολάπτονται και εξελίσσονται εκεί, χωρίς να προχωρήσουν σε άλλα όργανα. Το αρσενικό έχει μήκος 2-5 χιλιοστά και το θηλυκό 9-12. Το θηλυκό γεννάει πολλές χιλιάδες αβγά κάθε φορά και τα εναποθέτει στον πρωκτό του ανθρώπου. Τα έμβρυά τους είναι κινητά και ζουν στο παχύ έντερο.
Ένας οξύουρος. Τα σκουλήκια αυτά προκαλούν την oξυουρίαση.
Dictionary of Greek. 2013.